εἰσπραττόμενος

εἰσπραττόμενος
εἰσπράσσω
get in
pres part mp masc nom sg (attic)
εἰσπρᾱττόμενος , εἰσπράσσω
get in
pres part mp masc nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρακτόρειος — εία, ον, Α [πράκτωρ, ορος] 1. ο εισπραττόμενος, αυτός που υπόκειται σε είσπραξη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτόρειον έδρα, γραφείο τού πράκτορα στο οποίο υπήρχε και φυλακή για οφειλέτες δημόσιου χρήματος …   Dictionary of Greek

  • στρεμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρέμμα 2. φρ. «στρεμματικός φόρος» φόρος εισπραττόμενος κατά στρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρέμμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”